- ἐναπόλειψις
- ἐναπό-λειψις, εως, ἡ,A leaving of empty spaces within,
κενῶν Thphr.Sens.62
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κενῶν Thphr.Sens.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναπόλειψις — leaving fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναπόλειψη — η (Α ἐναπόλειψις) νεοελλ. απόθεση σ έναν τόπο, εναπόθεση αρχ. η δημιουργία κενών διαστημάτων σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
ἐναπολείψεως — ἐναπολείψεω̆ς , ἐναπόλειψις leaving fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)